- κοσκινηδόν
- κοσκινηδόν (ΑM)επίρρ. με τον τρόπο που κοσκινίζει κάποιος («οἱ σεισμοὶ δὲ κοσκινηδὸν καὶ ἡ χιὼν σωρηδὸν καὶ ἡ χάλαζα πετρηδόν», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. βαθμ-ηδόν, σωρ-ηδόν)].
Dictionary of Greek. 2013.